-
1 μετα-δόρπιος
μετα-δόρπιος, zwischen, während der (Abend-) Mahlzeit. οὐ γὰρ ἔγωγε τέρπομ' ὀδυρόμενος μεταδόρπιος, Od. 4, 194; ὥρη, die Stunde der Mahlzeit, Strat. 89 (XII, 250); vgl. auch Crinag. 5 (VI, 229); – τὸ μεταδόρπιον, der Nachtisch, Pind. frg. 89; vgl. Plat. Critia. 115 d.
-
2 μεταδόρπιος
μετα-δόρπιος, zwischen, während der (Abend-) Mahlzeit; ὥρη, die Stunde der Mahlzeit; τὸ μεταδόρπιον, der Nachtisch
См. также в других словарях:
μεταδόρπιον — μεταδόρπιος in the middle of supper masc/fem acc sg μεταδόρπιος in the middle of supper neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταδόρπιος — μεταδόρπιος, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια τού δείπνου ή μετά το δείπνο 2. αυτός που κάνει κάτι μετά το δείπνο 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ μεταδόρπιον το έδεσμα που προσφέρεται μετά το κύριο φαγητό, το επιδόρπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + … Dictionary of Greek